Ξημερώματα 1ης Απριλίου 1955. Εκρήξεις σε όλη την Κύπρο. Οι εκρήξεις ετούτες εσήμαναν ένα άλλο ξημέρωμα. Το ξημέρωμα μιας νέας εποχής για τον Κύπριο. Ήταν το ξημέρωμα που θα έφερνε έναν νέον ήλιο, έναν ήλιο που θα μεσουρανούσε πάνω από την Κύπρο για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια στην Κύπρο δεν θα βράδιαζε. Τόσο δυνατές ήταν οι εκρήξεις που το ωστικό τους κύμα κράτησε τέσσερα χρόνια (ή κρατεί ακόμα;).
Με την πρώτη έκρηξη (με τη βοήθεια του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας…) ξύπνησες σκλάβε και είπες «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει». Και ήταν τούτη έκρηξη αιώνων. Γενιές γενιών παππούδων και γιαγιάδων άναψαν το φιτίλι που έσεισε συθέμελα την αποικιοκρατία.
Με τη δεύτερη έκρηξη (λαός υπερυψούτε εις πάντας του αιώνας) άφησες τα θρανία σου. Οι οδομαχίες στάθηκαν για τη γενιά σου το μεγαλύτερο σχολείο. Με τον συμμαθητή και τη συμμαθήτριά σου, με μια σημαία, να κτυπάς τον πάνοπλο απέναντι μέχρι ο ιστός σου να σπάσει στο κράνος του (πού να σπάσει το αγγλικό ρόπαλο); Μετά σκαρφάλωνες στα σχολεία, κατέβαζες τη σημαία της χερ μάτζεστυ και ύψωνες τη γαλανόλευκη (πολλές φορές λιλά με άσπρο, μόνο λιλά είχε στο σπίτι η μάνα σου, αλλά στο σχολείο έπρεπε να μπει Ελληνική…).
Με την τρίτη έκρηξη (τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι) κτύπησες το χέρι σου δυνατά στο τραπέζι του κρατητηρίου μπροστά από τον Χάρτινγκ και του πέταξες κατάμουτρα «Εξοχότατε, ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής. Λυπούμαι, διότι με έχετε προσβάλει με την πρότασή σας» και βγήκες από την αίθουσα ανακρίσεων. Και μετά έγινες ολοκαύτωμα στον Μαχαιρά και στον Πενταδάκτυλο. Και σπαρτάρισες στην αγχόνη αφού πρώτα μέτρησες τα βήματα από το κελί σου για να βεβαιωθείς ότι προλαβαίνεις να ψάλεις τον Εθνικό Ύμνο (τζιαι αφού εν επαραδόθηκεν ας έσιει την ευχή μου)…
Οι επόμενες εκρήξεις σε βρήκαν ξανά στους δρόμους. Παρελάσεις μπροστά από το προξενείο της Ελλάδας και δάκρυα στα μάτια. Περήφανος να προπορεύεσαι με τη σημαία ψηλά (Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό…). Ώσπου η σφαίρα σε βρίσκει κατάστηθα επειδή τόλμησες, εσύ – ένας μικρός (Το αληθινό μπόι του Ανθρώπου μετριέται με το μέτρο της Λευτεριάς) να κοιτάξεις πιο ψηλά από το κεφάλι του κατακτητή σου. Και ενώ έπεφτες στον δρόμο αιμόφυρτος φώναζες από το δίπλα βουνό την ίδια ώρα «Μάστρε μου πεθαίνω, ζήτω η Ελλάς». Και σε βρήκαν πάλι μπροστά τους στα κρατητήρια. Να σε χτυπούν με μπουκάλια, να σου βγάζουν τα δόντια και τα νύχια, ημιλιπόθυμο από το ξύλο να φωνάζεις «Θεέ μου ζιω, κάμε να μεν μιλήσω… Θεέ μου ζιω…» (του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει Ελευθερία…).
Και το πείσμα σου τούτο έφερε την τελευταία (τελευταία;) έκρηξη και έδιωξε (έδιωξε;) τον κατακτητή. Κατέβηκες από το βουνό (εμείς οι μαύροι κλέφτες…). Αλλά την ώρα που ήρθε ο λαός να σε προϋπαντήσει, να σου σφίξει το χέρι, εσύ ήσουν σκυφτός. Έδιωξαν τον αρχηγό σου (Η Κύπρος, ο Ελληνισμός και εγώ ο Αρχηγός σου, σε καμαρώνουμε. Σε λίγο με πόνον θα σε αποχωρισθώ…), ενώ το αίμα των αδελφών σου έμεινε αδικαίωτο. Πώς να μην είσαι σκυφτός; Αχ, η τελευταία έκρηξη…
Πήγες μετά στην πλατεία. Πλήθος λαού να γιορτάζει. Εσύ ακόμα σκυφτός… Βγαίνουν στον εξώστη και σου φωνάζουν «ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ!» και σκέφτηκες «λες να νικήσαμε τελικά;». Μα κοίταξες στα βόρεια και είδες τον Πενταδάκτυλο ματωμένο. Έσφιξες τα χείλη σου και ξανάσκυψες το κεφάλι. Μα η φωνή του Παπάσταυρου αντηχούσε εκείνη τη μέρα στην πλατεία: «Ξύπνα καημένε μου ραγιά, Την υπέγραψε ο Θεός, θα γίνει!». Και τότε σε ένα κομμάτι χαρτί έκατσες και έγραψες:
«Και τότες
κατάμονος
μέσα στην απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φορά:
“Εγώ θα πιστεύω”.
Σήκωσα τα μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.»