«Μην κλαίτε μάνες των Ηρώων για των παιδιών σας τον χαμό! Το αίμα των αυτό τ’ αθώο θα σας χαρίσει λυτρωμό…» έγραφε ο δάσκαλος Φώτης Πίττας. Δάσκαλος όχι μόνο στο επάγγελμα. Δάσκαλος στη ζωή. Γιατί με τη ζωή του έδωσε το μεγαλύτερο μάθημα στις γεναιές των γεναιών: Είναι η λευτεριά το μεγαλύτερο δώρο και δεν πρέπει να λογαριάζουμε τη ζωή μπρος σε τέτοιον δώρο. «Μην κλαίτε, μάνες των ηρώων, γιατ’ οι νεκροί θα λυπηθούν…». Δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά, ζωντάνεψε το πνεύμα της Σπαρτιάτισσας μάνας στα χείλη της μάνας του Αυξεντίου, «Χαλάλι της πατρίδας μου ο γυιος μου, η ζωή μου, κι αφού δεν παραδόθηκε , κι έμεινε και σκοτώθηκε, να έχει την ευχή μου». Ήταν στα ίδια χρόνια που ο ανήλικος Βαγορής από την Τσάδα της Πάφου έγραφε τον δικό του Ύμνον εις την Ελευθερίαν, την «πανώρια κόρη» που κίνησε να βρει αφήνοντας τα θρανία, παίρνοντας την ανηφοριά. Διότι, πράγματι, ο δρόμος για την Λευτεριά είναι ανήφορος γιατί είναι δύσκολο, γιατί θέλει κόπο και πείσμα!
Και είχαν τότε πείσμα και πίστεψαν πως αυτοί οι μικροί μπορούν να τα βάλουν με μιαν αυτοκρατορία και να την κερδίσουν. Και αυτά επειδή «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει». Επειδή μεγάλωσαν μαθαίνοντας για την Παλλιγγενεσία του ’21, για έναν Ανδρούτσο που κράτησε μόνος του τους Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη στο Χάνι της Γραβιάς και για 300 πιο παλιά που επέλεξαν τον σίγουρο θάνατο χάριν της Λευτεριάς.
Οι πατεράδες τους κίνησαν έναν Οκτώβρη να φωνάξουν για τα δίκαιά τους και έκαψαν το κυβερνείο, όπως φλεγόταν η καρδιά τους για τη Μάνα τους. Λίγα χρόνια προτύτερα έγραφε ο Λυπέρτης «Πέτε της μανούλλας μας πον καμμά με τζοιμάται, πως η ζωή μας δίχα της μ’ αχρήζει, με φελά».
Έτσι, γαλουχημένοι με τέτοιον τρόπο, ξεκίνησαν μερικοί τρελοί – οι τρελοί του Κολοκοτρώνη, η μαγιά του Μακρυγιάννη – τη δική τους επανάσταση, το δικό τους πανηγύρι. Και κρατάει χρόνια τούτο το πανηγύρι του Ελληνισμού στα μαρμαρένια τ’ αλώνια του χάρου όπως έγραψε σ’ έναν τσάμικο ο Γκάτσος. Και πίστεψαν και αγωνίστηκαν και κέρδισαν. Και προδόθηκαν. Και δεν προδόθηκαν ούτε από βοσκούς, ούτε από εφιάλτες. Γιατί οι βοσκοί και οι εφιάλτες κάνουν τους ήρωες να ξεχωρίζουν. Προδόθηκαν από τα παιδιά τους, από τους διαδόχους τους. Όχι γιατί πνευματικά, πολιτικά ήμασταν ανεπαρκείς μα γιατί σβήσαμε τη θυσία τους. Αφήσαμε τον αγώνα τους να κάμψει. Ξεχάσαμε τ’ όραμά τους. Συμβιβαστήκαμε. Εμείς – Παιδιά ασυμβίβαστων, εγγόνια «τρελών» γίναμε «ρεαλιστές». Γραικυλίσαμε και γίναμε ραγιάδες. Και αναπαυτήκαμε με «πάλι με χρόνια και καιρούς» αντί για «κάλλιο μιας ώρας ελεύθερη ζωή…».
Η ΕΟΚΑ μας προστάζει. Η ιστορία η ίδια μας προστάζει. Μας καλεί μέσα από τα κρησφύγετα, μέσα από τα βουνά, μέσα από την αγχόνη. Μας φωνάζει από τα καμένα κόκκαλα τα ιερά του «Γληόρη» και από τα διάτρητα κορμιά του Πίττα, του Κάρυου, του Σαμάρα του Παπακυριακού. «Αγώνας, Αγώνας για την Ελευθερία και νυν και αεί! Μην συμβιβαστείτε με ψευτορεαλισμούς, μην υποταχτείτε στην ηττοπάθεια. Μην ξεπουλήσετε τον αγώνα της ΕΟΚΑ!»
Είθε να σηκωθεί το γένος πάλι. Και σηκωθεί, κακοπροαίρετοι, δεν πάει να πει να πιάσει όπλα. Να σηκωθεί πνευματικά, να σηκωθεί ηθικά, να σηκωθεί από τον ύπνον! Είθε…
Χρόνια πολλά αδέλφια. Καλή Λευτεριά!
Υ.Γ.: Συγχωρέστε μας τα πολλά παραθέματα, αλλά κάποιοι πριν από ‘μας τα είπαν όλα – και όχι μόνον με λόγια!