Ενώ οι πολιτικάντηδες κάνουν τον λαό να ξεχνά τα πάντα και να αγνοεί οτιδήποτε φανερώνει και μαρτυρεί την ύπαρξή μας, συνεχίζουν να ξεπουλούν οτιδήποτε ελληνικό και να λεηλατούν την Εθνική μας συνείδηση ας θυμόμαστε ότι κάποιοι πέθαναν για αυτό τον λαό, κάποιοι, ναι, είχαν το θάρρος να ορθώσουν ανάστημα απέναντι στον εχθρό και στον αφελληνισμό της νήσου και της ελληνικότητάς μας.
Εν ενάτη Ιουλίου ο Αρχιεπίσκοπος Εθνάρχης Εθνομάρτυρας Κυπριανός αρνήθηκε να σωθεί από τις παροτρύνσεις του φίλου του Τούρκου της Κύπρου Κκιόρογλου και προτίμησε να απαγχονιστεί και να καταταχθεί στο Πάνθεον των Ελλήνων Ηρώων. Μεταξύ άλλων είπε ο Κκιορογλου που «ήταν πολλά καλή πολλά καλή η ψυχή του»:
«Εν’ έσσω μου, Τζιυπριανέ, τ’ αμάξιν μου ζεμένον,
τ’ αμάξιν μου, Τζιυπριανέ, εν’ έσσω αντροσιασμένον,
τζι’ αν θέλης για να ποσπαστής που σίουρην κρεμμάλλαν
τζι’ αν θέλης που τον θάνατον να φύης να γλυτώσης,
να πας με το χαρέμιν μου κρυφά κρυφά στην Σκάλαν,
τα κουσουλάτα εν’ αννοιχτά, να πάης να τρυπώσης.»
Εν ενάτη Ιουλίου, ο Εθνομάρτυρας Κυπριανός είπε μεταξύ άλλων το περίφημο «Η Ρωμιοσύνη εννά χαθεί όντας ο κόσμος λείψει» σφραγίζοντας έτσι για ακόμα μια φορά την παράδοση: «Κύπρος νήσος Ελληνική».
Εν ενάτη Ιουλίου, απέδειξε για ακόμη μια φορά τι εστί ελληνική ψυχή και χάραξε το δικό του στίγμα στην Εθνική Αντίσταση.
Η προκλητικότητα του Τούρκου πασά δεν αναγκάζει τον Εθνομάρτυρά μας να σιωπήσει και να πει αυτό που έπρεπε να πει, δηλαδή να βγάλει ασπροπρόσωπους τους ήρωές μας που πέθαναν για αυτόν τον τόπο, που έδωσαν το είναι τους για το μέλλον μας.
«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
Σφάξε μας ούλους τζι’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ‘νιν αντάν να τρώ’ την γην τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται.»
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός γεννήθηκε το 1756 στο χωρίο Στρόβολος, κοντά στην Λευκωσία. Σε μικρή ηλικία μπήκε δόκιμος στο μοναστήρι του Μαχαιρά, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Αργότερα μετακινήθηκε στο μετόχι του μοναστηριού στον Στρόβολο και έτσι είχε την ευκαιρία να φοιτήσει στη «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων Και Μουσικής», στη Λευκωσία. Το 1781 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1783 πήγε μαζί με άλλο ιερωμένο του Μοναστηριού στην Μολδοβλαχία για έρανο υπέρ της μονής Μαχαιρά. Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες παρέμεινε συνολικά 19 χρόνια, χειροτονήθηκε ιερομόναχος και φοίτησε σε ελληνική σχολή του Ιασίου.
Επέστρεψε στην Κύπρο το 1802, όπου μετά από σύντομη διαμονή στο μοναστήρι του Μαχαιρά και στο μετόχι του στον Στρόβολο, έγινε Οικονόμος στην Αρχιεπισκοπή. Το 1810 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και ανέλαβε το δύσκολο έργο της εξόφλησης των υπέρογκων χρεών της Αρχιεπισκοπής. Εν τούτοις δεν δίστασε να δαπανήσει για την ίδρυση «Ελληνικής Σχολής» (στα ανατολικά του κτηρίου της Αρχιεπισκοπής), η οποία εξελίχθηκε αργότερα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ταυτόχρονα, ενίσχυσε τα μοναστήρια, φρόντισε την καταπολέμηση της ακρίδας και συνέβαλε στην είσπραξη των φορών των οθωμανικών αρχών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι βιαιότητες τους εις βάρος των Χριστιανών. Επίσης κατόρθωσε να βελτιώσει τα οικονομικά της αρχιεπισκοπής.
Δεν είναι γνωστό πότε μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και από ποιον. Όμως το 1820 έδωσε στο Φιλικό Δημήτριο Ίπατρο, που τον επισκέφθηκε, υπόσχεση για οικονομική βοήθεια. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Υψηλάντης έστειλε το συνεργάτη του Αντώνιο Πελοπίδα να παραλάβει τη «γενναία εισφορά» του Αρχιεπισκόπου, στέλνοντας του μαζί με τις ευχαριστίες του, και το συνθηματικό μήνυμα ότι «η έναρξη του σχολείου εγγίζει», υπονοώντας τον επικείμενο ξεσηκωμό. Η Φιλική Εταιρεία είχε αποφασίσει, αυτή καθ´ εαυτή η Κύπρος, να μην αναλάβει ένοπλο αγώνα, λόγω κυρίως της γεωγραφικής της θέσης, αλλά να περιοριστεί σε υλική βοήθεια. Ταυτόχρονα κάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο «να σκεφθεί πώς να διαφυλάξει το ποίμνιο του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς».
Ένα μήνα μετά την έναρξη της επανάστασης, εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα για τον αφοπλισμό των χριστιανών της Κύπρου, που εκτελέστηκε χωρίς αντίσταση. Ο Αρχιεπίσκοπος με εγκύκλιό του, που θυμίζει ανάλογη ενέργεια του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´, καλούσε τους Έλληνες να υπακούσουν και να παραμείνουν ήρεμοι και αδρανείς. Πέραν της εγκυκλίου, έδωσε και διαβεβαιώσεις στον κυβερνήτη της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων.
Παρά τις προσπάθειες του Αρχιεπισκόπου να διαφυλάξει την ειρήνη στο νησί, οι τουρκικές αρχές ήταν αποφασισμένες να προχωρήσουν σε ενέργειες εκφοβισμού του λαού. Με αφορμή προκηρύξεις που διένειμε στη Λάρνακα ο Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησέας, ο Κιουτσούκ κατήγγειλε στην Υψηλή Πύλη ότι οι Έλληνες Κύπριοι ετοίμαζαν επανάσταση, υποβάλλοντας ταυτόχρονα και κατάλογο προγραφών επιφανών προσώπων. Μετά την έγκριση του αιτήματός του, ο Κυβερνήτης προχώρησε σε συλλήψεις, δημεύσεις περιουσιών και εκτελέσεις. Την 9η Ιουλίου άρχισε η μεγάλη σφαγή των αρχιερέων και των προκρίτων του νησιού. Πρώτος απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος και ακολούθησε ο αποκεφαλισμός των Μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Τον επόμενο χρόνο ο Σουηδός επισκέπτης Μπέργκρεν έγραψε ότι «η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν πιτσιλισμένα με αίμα».
Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γνώριζε τον επικείμενο θάνατό του. Ο άγγλος περιηγητής Carne, που τον είδε πριν από τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου, αναφέρει ότι ο Αρχιεπίσκοπος του είπε: «Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Ξέρω πως μόνο ευκαιρία περιμένουν, για να με θανατώσουν». Και ενώ γνωρίζει την επικείμενη θανάτωσή του, εκούσια αποφασίζει να παραμείνει στην έπαλξή του, διασώζοντας την αξιοπρέπεια του Έλληνα και αντιμετωπίζοντας το θάνατο ως μια προσφορά προς το έθνος και το ποίμνιό του. Αρνήθηκε να φύγει από το νησί, για να σώσει τη ζωή του, λέγοντας ότι θα παρέμενε, για να προσφέρει κάθε δυνατή προστασία στο λαό του και να χαθεί μαζί του.
Ο ποιμενάρχης της Κύπρου Κυπριανός επεχείρησε να κρατήσει λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο ευκταίο και το εφικτό, ανάμεσα στη φιλοπατρία και τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, υποστηρίζοντας από τη μια την επανάσταση στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα αποφεύγοντας να αναμίξει την Κύπρο ενεργά σ´ αυτή. Όμως όποιες και να ήταν οι επιλογές του, οι περιστάσεις και τα πάθη δε θα του επέτρεπαν να αποτρέψει την καταστροφή για το νησί. Πρώτο θύμα ήταν ο ίδιος. Αρνούμενος να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, βάδισε συνειδητά προς την αγχόνη, κερδίζοντας την αθανασία στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού. Σ´ αυτή του την απόφαση εκδηλώνεται η ελληνορθόδοξη παράδοση της Κύπρου και συμπυκνώνεται το υπεριστορικό πνεύμα του ελληνισμού στον αγώνα του για την πατρίδα και την ελευθερία. Αυτό το πνεύμα εκφράζει και η απάντηση που έδωσε στις απειλές του Τούρκου κυβερνήτη της Κύπρου περί αφανισμού των Ρωμιών, με την οποία διασώζει ταυτόχρονα και την εθνική μας αξιοπρέπεια:
Η Ρωμιοσύνη έν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη
Κανένας γιατί σσιέπει την πού τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη.