Αναφέρομαι στο σουρεαλισμό, όχι σαν μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης στην μεταμοντέρνα δυτική κουλτούρα, αλλά σαν μορφή ελλιπούς πολιτικής σκέψης που διαδίδεται με ραγδαίους ρυθμούς στην εσαεί στάσιμη κοινωνία της Κύπρου από ψευδοδιανοούμενους, καλοπληρωμένους δημοσιογράφους και ιδιαίτερα από το αποτυχημένο κομματικό κατεστημένο και το ευρύ δίκτυο τυχοδιωκτών, καιροσκόπων και εμμίσθων που διαθέτει.
Ερωτούν, λοιπόν, οι σουρεαλιστές γιατί απορρίπτουμε με τόσο σθένος την ιδεατή, για αυτούς, «λύση» ΔΔΟ. Διερωτούνται γιατί μας ξενίζουν οι καφέδες, οι βόλτες και οι χίπστερ συμβολικές κινήσεις της πολιτικής μας ηγεσίας. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι απλή, ανήκουμε στην ιδιόμορφη μειοψηφία της ρεαλιστικής και πραγματιστικής σχολής σκέψης. Δεν αποδεχόμαστε κανένα είδος λύσης για χάριν της λύσης, ειδικά όταν αυτή η «λύση» εκ των πραγμάτων είναι ρατσιστική (Δικοινοτικότητα), διχάζει το λαό (Διζωνικότητα) και εισάγει ένα αχρείαστο και μη λειτουργικό σύστημα (Ομοσπονδία) για τα κυπριακά δεδομένα.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι κάποιοι έχουν κτίσει πολιτικές καριέρες βασισμένοι στη συντήρηση του status quo μέσω της εμμονής τους στις πεπαλαιωμένες πολιτικές, στηριγμένοι σε μια επίπλαστη «διάθεση λύσης», δίχως στρατηγική ή ουσιαστικό όραμα για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα με σοβαρότητα και όχι σοβαροφάνεια και να αποδεχτούμε ότι μια στρατηγική που για 40 χρόνια δεν αποδίδει καρπούς, είναι αποτυχημένη στρατηγική και πρέπει είτε να απορριφθεί πλήρως, είτε να επαναπροσδιοριστεί.
Το Κυπριακό ζήτημα είναι σύνθετο και σίγουρα δεν αποτελεί δικοινοτικό πρόβλημα. Οι απλοϊκές αντιλήψεις ότι είναι θέμα εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινοτήτων και ότι τα ΜΟΕ και τα επαναπροσεγγιστικά πανηγύρια θα οδηγήσουν σε λύση είναι επικίνδυνες και καταστροφικές, ενώ αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη σε σχέση με την πραγματική φύση του Κυπριακού προβλήματος.
Δεν τίθεται ζήτημα φοβίας σε σχέση με τη συμβίωση μεταξύ των κοινοτήτων, αλλά ένας βαθύς πραγματιστικός φόβος σχετικά με μια «λύση» του Κυπριακού που δημιουργεί κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει, θεσμοθετεί και συντηρεί τις διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων. Μια τέτοια «λύση» οδηγεί αναπόφευκτα την κοινωνία σε ρήξη, καλλιεργώντας κλίμα κοινοτικής αντιπαλότητας και αίσθημα αδικίας σε μέρος του λαού. Μια τέτοια «λύση» είναι καταδικασμένη να αποτύχει με μαθηματική ακρίβεια και να οδηγήσει σύσσωμο τον κυπριακό λαό σε δεινά όπως αυτά της δεκαετίας του ΄60.
Αυτή η «φοβία» δεν ξεπερνιέται με ενδοσκόπηση και επισκέψεις σε ψυχιάτρους, αφού είναι πραγματικός κίνδυνος που επιβεβαιώνεται τόσο μέσω της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, όσο και μέσα από τη σύγκριση με περιπτώσεις άλλων κρατών όπου το σύνταγμα διαχωρίζει το λαό βάσει εθνικών, θρησκευτικών, οικονομικών ή άλλων κριτηρίων (π.χ. Ρουάντα, διαχωρισμός Χούτου – Τούτσι ). Από την άλλη πλευρά, η στάση των ένθερμων οπαδών της ΔΔΟ , αξίζει ιδιαίτερης μελέτης, αφού μάχονται με κάθε μέσο να μας πείσουν ότι το προφανώς επικίνδυνο και μη λειτουργικό μοντέλο λύσης που προτείνουν, αποτελεί ρεαλιστική πολιτική και μάλιστα την μόνη ρεαλιστική οδό. Μοιάζει λες και ο σουρεαλιστής καλλιτέχνης σε παρουσίαση ενός λευκού πίνακα με διάφορα ακανόνιστα σχήματα, προσπαθεί να μας πείσει ότι ο εν λόγω πίνακας αποτελεί ρεαλιστική και λεπτομερής απεικόνιση του πανέμορφου τοπίου στον Ακάμα.
Κάπου εδώ οι ζηλωτές της ΔΔΟ ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αυτό είναι το πλέον ανυπόστατο επιχείρημα, αφού οφείλει και μπορεί η πολιτική ηγεσία της Κύπρου να σχεδιάσει σε συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους ένα μοντέλο ενιαίου κράτους με σύνταγμα που να βασίζεται σε ισότητα πολιτών ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, εθνότητας, θρησκείας, οικονομικής και κοινωνικής θέσης και όχι σε διαχωρισμό μεταξύ ομάδων του λαού. Επίσης, η κινδυνολογία που θέτει το ζήτημα ΔΔΟ ή διχοτόμηση είναι άτυπη, αφού όπως εξήγησα προηγουμένως η ΔΔΟ αποτελεί τον σίγουρο δρόμο προς τη διχοτόμηση.
Κοιτάζοντας πίσω στην ιστορία του τόπου μας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οδηγηθήκαμε σε διακοινοτικές ταραχές λόγω του ίδιου του συντάγματος του ΄60 που διαχωρίζει το λαό, αντί να τον αντιμετωπίζει σαν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο με ισότιμα από κάθε άποψη μέλη. Αν επαναλάβουμε αυτό το λάθος, όπως προτείνουν οι υπέρμαχοι της ΔΔΟ είμαστε καταδικασμένοι να οδηγηθούμε σε μια επανάληψη της ιστορίας με χειρότερες συνέπειες.
Τέλος, οφείλω να ομολογήσω με απόλυτη υπευθυνότητα ότι είμαι αμετάκλητα Απορριπτικός. Δεν απορρίπτω όμως την προσπάθεια για λύση, ούτε τη συμβίωση των διαφόρων κοινοτήτων στην Κύπρο. Αυτό που απορρίπτω, είναι ο εμπαιγμός της νοημοσύνης μας από τα διάφορα κόμματα και τα φερέφωνα τους που εδώ και 55 χρόνια αποτυγχάνουν παταγωδώς σε όλους τους τομείς με μια αδιαλλαξία που τους αποτρέπει, και μαζί με αυτούς και εμάς να βαδίσουμε προς την πρόοδο. Είναι τραγελαφική η εμμονή στις παρωχημένες πλέον πολιτικές του Μακαρίου, που αποτελούν ένα πολιτικό πακέτο που αρχίζει από την Ομοσπονδιακή βάση στις διαπραγματεύσεις και καταλήγει στην καλλιέργεια και διαιώνιση ενός πελατειακού συστήματος με μόνο στόχο την διατήρηση της εξουσίας. Απορρίπτω, λοιπόν, αυτό το κομματικό σύστημα, απορρίπτω τον Σουρεαλισμό που προσπαθούν να διαδώσουν, απορρίπτω την πελατειακή τους κουλτούρα και απορρίπτω κάθε ελαφρυντικό που μπορεί να βρεθεί για να δικαιολογήσει τους αδαείς οπαδούς τους.
Τούτη η πολιτική κουλτούρα που επικράτησε στον τόπο μας, με ηγεσίες που εξυπηρετούν μόνο προσωπικές φιλοδοξίες και ιδιωτικά συμφέροντα και στελεχώνονται από ανθρώπους που νοιάζονται μόνο για τα δικά τους ιδιωτικά και κομματικά συμφέροντα, πείθοντας μια στρατιά αδαών οπαδών και πολεμώντας μανιασμένα κάθε ορθολογική φωνή που τάσσεται ενάντια στις σκοπιμότητες τους, θυμίζει μια άλλη παλιότερη δημοκρατία. Θυμίζει την Αθηναϊκή δημοκρατία του 4ου αιώνα π.Χ. όπου παρόμοιοι ιδιώτες ρήτορες μαζί με παρόμοιους στενόμυαλους ακόλουθους πότιζαν το κώνειο στον Φιλόσοφο, τη φωνή της λογικής που αποτελούσε κίνδυνο για τα συμφέροντα και τις μεθοδεύσεις τους.
Κωνσταντίνος Ν. Παρέλλης
Πρόεδρος Α.Φ.ΈΠΑΛξης Πανεπιστημίου Κύπρου
Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κύπρου