Η εξέγερση των Οκτωβριανών του 1931 ήταν μια αυθόρμητη, επαναστατική, μαζική αντίσταση του λαού στην κοινωνική αδικία και την πολιτική τυραννία της βρετανικής αποικιοκρατίας. Απροετοίμαστη, ανοργάνωτη. Ήταν μια καθαρά λαϊκή υπόθεση. Μια παλληκαριά του ανώνυμου πλήθους. Η λεβεντιά μιας τρικυμισμένης λαοθάλασσας με δική της βούληση. Δική της συνείδηση. Δική της ανεπηρέαστη απόφαση επιλογής μορφών δράσης που εκδηλώθηκε Σάββατο βράδυ, 17 Οκτωβρίου 1931, με πρωτοστάτη το Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο Μυλωνά, επεκτάθηκε στη Λεμεσό και τη Λευκωσία και την 21η Οκτωβρίου με την πυρπόληση του κυβερνείου και ακολούθως στις άλλες πόλεις με προσφορά ζωής στους βωμούς της λευτεριάς. Ο απολογισμός της εξέγερσης ήταν 18 νεκροί και θάνατοι από βασανισμούς, ανυπολόγιστοι τραυματισμοί, 2.952 συλλήψεις, 2.679 καταδίκες. Το 1932 υπήρχαν ακόμη 870 εγκάθειρκτοι. Πρόστιμα 34.345 λιρών, φορολογία των εκκλησιαστικών περιουσιών, περιορισμοί, εκτοπισμοί όπως του Αρχιεπισκοπικού επιτηρητή Λεοντίου, εξορίες στην Αγγλία και την Ελλάδα (Βλπ. «Η Εξέγερση του Οκτώβρη 1931) και εκείθεν στη Σοβιετική Ένωση και την Παλαιστίνη, απαγόρευση κωδωνοκρουσιών, Ελληνικών σημαιών και εθνικών εκδηλώσεων, λογοκρισία εφημερίδων και επιστολών, παραγκωνισμός της Ελληνικής παιδείας, διαστρέβλωση της ιστορίας, συνέχιση της απόπειρας δημιουργίας Κυπριακής συνείδησης, ολόπλευρες καταπιέσεις από τον προσωρινό κυβερνήτη Henniken Heaton που αντικαθιστούσε τον Ρόναλντ Στορς και επιβολή της παλμεροκρατίας από το νέο κυβερνήτη Herbert Richmond Palmer από 21.12.1933-1939.
Τα Οκτωβριανά του 1931 δεν ήταν η πρώτη απολυτρωτική εξέγερση του Λαού. Οι εξεγέρσεις άρχισαν από τα χρόνια των Άγγλων του «σταυροφόρου» Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και των Ναϊτών και εν συνεχεία της φραγκοκρατίας (1191, 1359, 1427, 1546, 1565 – βλπ. Γιάννη Σπανού, «Κύπρος 800 Χρόνια Αντιστάσεων, Οι Κύπριοι Εθελοντές στους Εθνικούς Αγώνες, Οι Κύπριοι στην Επανάσταση του 1821», Ιωνικές Εκδόσεις, Λευκωσία 2008, σελ.13 κ.εξ.). Αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και κατά την τουρκοκρατία (1578, 1600, 1608, 1764,1798,1821, 1833). Κατά την αγγλοκρατία επισημαίνονται 34 διεκδικήσεις ένωσης με την Ελλάδα με ενδεικτικές αναφορές στις εφημερίδες Νέον Κίτιον, Αλήθεια, Νέον Έθνος, Σάλπιγξ, Κυπριακή Επιθεώρηση, Κυπριακός Φύλαξ, Ένωσις, Ηχώ της Κύπρου, Κήρυξ, Αιών, Πατρίς, Ελευθερία, Λαϊκή κ.ά. ( Βλπ. προαναφερόμενο έργο).
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ των Οκτωβριανών: Ονούφριος Κληρίδης, Γεώργιος Δαλίτης, Κώστας Μίχαλος, Κυριάκος Ματθαίου, Ανδρόνικος Χρίστου, Ιωάννης Παπαϊωσήφ, Χαράλαμπος Φιλής, Παναγιώτης Δημητρίου, Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Γεώργιος Μούσκος, Μαρία Ττόουλου Ζωδιάτη, Σάββας Χατζηλοϊζή Αρμένη, Ιωάννης Σαλούμης, κυριάκος Παπαδόπουλος, Σάββας Μασούρης, Μιχαήλ Ιωάννου Τριφούκης, Λοϊζος Λοϊζίδης. Από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες πέθαναν κι άλλοι, όπως ο αμαξηλάτης Πομπός από το Βαρώσι που έχασε το ένα χέρι. (Βλπ. Βίας Λειβαδάς- Γιάννης Σπανός- Πέτρος Παπαπολυβίου: «Η εξέγερση του Οκτώβρη 1931 ( τα Οκτωβριανά).
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΟ ΒΑΡΩΣΙ.
Οι επαναστατικές εξεγέρσεις στις πόλεις και στην ύπαιθρο εκδηλώθηκαν ανοργάνωτα με αυθόρμητες συγκεντρώσεις, συγκρούσεις, πυρπολήσεις και καταστροφές κρατικών υποστατικών. Μόνο στο Βαρώσι έγιναν οργανωμένες αντιστάσεις με συντριπτικά για την αγγλοκρατία αποτελέσματα.
Η έκταση και ο παλμός των εξεγερθέντων στην πόλη του Ευαγόρα ανάγκασαν τους Άγγλους να μεταφέρουν τις οικογένειές τους σε πλοία που αγκυροβολούσαν στο λιμάνι. Οι Βαρωσιώτες συγκρότησαν συλλαλητήριο στην αγορά το βράδυ της 23 ης Οκτωβρίου και κατευθύνθηκαν στον Άγιο Νικόλαο όπου μίλησαν οι Γ. Μυλωνάς, Ν.Χατζηδημητρίου, Ν. Παπατράκας (μαρτυρία του νεαρού τότε Κώστα Χριστοδουλίδη, αργότερα τομεάρχη ΕΟΚΑ πόλεως Βαρωσίων) . Μετά ταύτα τα πλήθη κινήθηκαν ενθουσιώντα στο Διοικητήριο για την έπαρση της Ελληνικής σημαίας, την δε επομένη οι καμπάνες σήμαναν εγερτήριο κι ο κόσμος μαζευόταν σε συγκεντρώσεις εθνικού ενθουσιασμού.
Στις 25 Οκτωβρίου 1931 διαδραματίστηκαν αιματηρά επεισόδια. Ομάδες Βαρωσιωτών επέδραμαν στον αστυνομικό σταθμό, έδιωξαν τους αστυνομικούς, έκαναν τα πάντα γυαλιά-καρφιά κι ύστερα, σαν το εσπερινό λυκόφως, « περί την αμφιλύκη» κατά Παπαδιαμάντη, θάμπωνε αγκαλιάζοντας την πόλη, ξέσπασαν σε μαχητικές διαδηλώσεις, σε ατμόσφαιρα που αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα των βαρωσιώτικων εξάρσεων. Οι Άγγλοι κάλεσαν ένοπλα τμήματα κι αποπειράθηκαν ν’ ανακόψουν τους χειμάρρους των διαδηλωτών, ο λαός αντέδρασε με θυελλώδη αντεπίθεση κι έτρεψε σε άτακτη φυγή τους Άγγλους που κάλεσαν άγημα ναυτών από πολεμικό πλοίο για ν’ αντιμετωπίσει τα πλήθη. Οι πάνοπλοι ναύτες αποτόλμησαν επίθεση, αλλά εγκλωβίστηκαν σε ενέδρες των πολιτών που ακροβολίστηκαν αθέατοι σε στέγες και μπαλκόνια κι όταν προωθήθηκαν οι αντίπαλοι, απετέλεσαν στόχους πρωτοφανούς καταιγισμού από λίθους, ξύλα, κεραμίδια, φιάλες κι αναγκάστηκαν σε ανώμαλη αναδίπλωση. Οπισθοχώρησαν, ανασυντάχτηκαν οι ναύτες κι έστησαν πια δικές τους ενέδρες, με διαταγές να κάνουν χρήση των όπλων στην επόμενη επαφή με τον κόσμο. Και στις 9 το βράδυ σκότωσαν με πυροβολισμούς τον Χαράλαμπο Φιλή, 18 χρόνων, από το Λευκόνοικο και τραυμάτισαν τον Γ. Χατζηβασίλη, 21 χρόνων, Βαρωσιώτη και τον Αδάμο Λαγό, 24 χρόνων, από το Δάλι, που συνάντησα το 1985 και μου διηγήθηκε τα γεγονότα.
Η αγγλοκρατία εκτίμησε τους κινδύνους, κινητοποίησε στρατιωτικές ενισχύσεις κι επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό, οπότε η εξέγερση επεκτάθηκε στην Καρπασία με επίκεντρο τη Γιαλούσα, που αποτελούσε το προπύργιο των εθνικών αγώνων της χερσονήσου, όπως και στο 1912 με το μεγαλειώδες ενωτικό συλλαλητήριο ( εφ. «Ένωσις», 30/3 Μαϊου 1912) και στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Εκεί το πλήθος πυρπόλησε κυβερνητικό υποστατικό κοντά στο ψαρολίμανο, τον Λιμιώνα και συγκεντρώθηκε στο κέντρο της κωμόπολης διαδηλώνοντας τον πόθο για ένωση με την Ελλάδα. Μετακλήθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις κι άρχισαν συλλήψεις κι άγρια βασανιστήρια Γιαλουσιτών που είχαν επισημανθεί ως ηγετικά πρόσωπα της εξέγερσης. Δεκαετίες μετά άκουα αφηγήσεις για τον Πέτρο Χατζηττοφή Χάλα, άντρα με εκπληκτικές σωματικές δυνάμεις που έδειρε έξι Άγγλους στρατιώτες που δοκίμασαν να τον κτυπήσουν και τον συνέλαβαν με «λάσα» από κάποια απόσταση. Άκουσα ότι βασάνισαν και τον Γαβριήλ Κάκανο κι ότι συνέλαβαν τον γιατρό Αντώνη Γεωργιάδη και το δάσκαλο Χριστόδουλο Χωματά που ηγήθηκαν της εξέγερσης στη Γιαλούσα.
Χρόνια μετά ο θείος μου Ονούφριος Παπαμιχαήλ μου διηγήθηκε πως πήγε στον αστυνομικό σταθμό Αμμοχώστου όπου κρατούσαν το φίλο του το Χωματά. Ζήτησε από τον αστυνόμο Τήλλυρο να επιτρέψει επίσκεψη και όντως κάλεσε το Χωματά να συναντήσει το φίλο του, μα ως τον είδε τον αποπήρε γιατί ήταν μικρόσωμος κι ο Χωματάς του απάντησε: Δεν έχει κύριε σημασία το ύψος του σώματος, αλλά το ύψος του φρονήματος. Κι ο Τήλλυρος διέταξε να μεταφερθεί αμέσως το κελί. Ο Χριστόδουλος Χωματάς, παιδικός φίλος και του πατέρα μου, επιβεβαίωσε τη διήγηση.
Εκείνου του Γιαλουσίτη δασκάλου η απάντηση απέδιδε το πνεύμα του επαναστατικού αναβρασμού των Οκτωβριανών του ’31. Το πνεύμα των Οκτωβριανών που αποτελεί ιστορικό τεκμήριο του φιλότιμου μιας εποχής, ενός πάφτωχου και καταπιεσμένου λαού που διεκδικούσε την τιμή του ανθρώπου και τη λευτεριά της πατρίδας του. Οι πατέρες μας θα παραμείνουν καταξιωμένοι στην αιωνιότητα, όπως και τα παιδιά τους του απελευθερωτικού αγώνα. Με τα εγγόνια τι θα γίνει; Ποια μνήμη θ’ αφήσουν στην ιστορία;