Οι επαναστατικές προκηρύξεις τις οποίες μετέφερε στην Κύπρο ο αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησέας, υπήρξαν, όπως γράφουν οι ιστορικοί, η αφορμή για τις σφαγές που ακολούθησαν. Στο σχετικό φιρμάνι του σουλτάνου δινόταν η έγκριση για την εκτέλεση 486 προσώπων, κληρικών και λαϊκών. Οι εκτελέσεις ξεκίνησαν στις εννέα Ιουλίου, ημέρα Σάββατο, με την καρατόμηση των μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας, και τον απαγχονισμό του αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Ο αριθμός των εκτελεσθέντων ανήλθε στους 470. Ορισμένοι, από όσους αναγράφονταν στο σουλτανικό φιρμάνι, κατόρθωσαν να διαφύγουν στο Εξωτερικό· ανάμεσά τους και ο Ιωάννης Σαρίπολος ο οποίος κατέφυγε στην Τεργέστη με τον τετράχρονο τότε γιο του Νικόλαο (ο Νικόλαος Σαρίπολος, 1817-1877, αφού ολοκληρώσει τις νομικές σπουδές του στο Παρίσι, θα εγκατασταθεί στην Αθήνα το 1845, θα καταλάβει τη θέση του καθηγητή στη νομική σχολή του πανεπιστημίου, και θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ελληνική πολιτική και πνευματική ζωή).
Όσα τραγικά συνέβησαν εκείνη την αποφράδα τα γνωρίζουμε, βεβαίως, από το σπουδαίο επικό ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία» (περίπου 1895). Ο Mιχαηλίδης απεικονίζει, με τη δραματική αναμέτρηση του αρχιεπισκόπου Kυπριανού με τον Mουσελίμ Aγά, τη σύγκρουση δύο πολιτισμών, και επιτυγχάνει να μετουσιώσει το ατομικό σε καθολικό, συμπυκνώνοντας στην περήφανη στάση του πρώτου την ιστορία της «ρωμιοσύνης»: «H ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου / κανένας δεν ευρέθηκεν για να την ιξηλείψει / κανένας, γιατί σσιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου / H ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει!». Πρόκειται κατά συνέπειαν για ένα έργο το οποίο, αν και γραμμένο σε μια περιφερειακή ελληνική διάλεκτο, αποκτά την εμβέλεια «εθνικού ποιήματος».
Η αφήγηση των δραματικών γεγονότων στην «9η Ιουλίου…» του Β. Μιχαηλίδη κορυφώνεται με τη σκηνή του απαγχονισμού του Αρχιεπισκόπου και της καρατόμησης των Επισκόπων. Η σκηνή αυτή βασίζεται –όπως υποστήριξα σε παλαιότερο μελέτημά μου– σε ένα ένα μυθιστόρημα δημοσιευμένο πενήντα περίπου χρόνια ενωρίτερα: τον Θέρσανδρο (1847). Συγγραφέας του ο Eπαμεινώνδας Φραγκούδης (1825-1897) ένας ανήσυχος, κοσμοπολίτης λόγιος, ο οποίος ανέπτυξε πλούσιο εθνικό, παιδευτικό, εκδοτικό και συγγραφικό έργο στους τόπους όπου έζησε: Κύπρο, Κέρκυρα, Κωνσταντινούπολη, Ρουμανία. Το συγκεκριμένο, πρωτόλειο μυθιστόρημά του αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά αφηγηματικά έργα του αθηναϊκού ρομαντισμού. Σε μιαν εκτεταμένη εμβόλιμη υποσημείωση, λοιπόν, ο Φραγκούδης, αφηγείται τα τραγικά συμβάντα κατά την ενάτη Ιουλίου του 1821. Η εναλλαγή των σκηνών, η μετακίνηση του φακού από τους καρατομημένους επισκόπους στην αναρτημένη στον Πλάτανο αγχόνη, στις σταθερές κινήσεις και από εκεί στις έσχατες σκέψεις του αρχιεπισκόπου, η δραματική εντέλει κορύφωση η οποία αποδίδεται και με την κάθετη ανάπτυξη του κειμένου, αναδεικνύουν τη συγκεκριμένη εμβόλιμη αφήγηση ως το πιο ενδιαφέρον από λογοτεχνική άποψη μέρος του μυθιστορήματος.
Αλλ’ όταν είδε των συναδελφών του τα πτώματα, λέγουσιν, εστράφη εν βήμα εις τα οπίσω – έρριψε προς τους ουρανούς εν βλέμμα – και τα όμματά του εφάνησαν κολυμβώντα εις δάκρυα – και δάκρυα θαλερά.
– «Εμπρός» – φωνάζει ο δήμιος και τον ωθεί προς την από του Πλατάνου εξηρτημένην αγχόνην. – Πλησιάσας την ηυλόγησε· και κίνας την κεφαλήν, την ησπάσθη, την περιέβαλεν περί τον τράχηλόν του μόνος… τον θάνατον επροσδόκα.
Τα πάντα έτοιμα.
Μία μόνη στιγμή έλειπε.
Στιγμή μαύρη…
Στιγμή αγρία…
Στιγμή…μεταξύ θανάτου και ζωής.
Και όμως αγωνιών ήνοιξε τα χείλη ίνα την θείαν παντοδυναμίαν υμνήση, ήγειρεν την δεξιάν ίνα τους φονείς του ευλογήση… αλλ’ ο θάνατος ήλθε –πάσα δύναμις εκόπη– ψυχρός ιδρώς έβρεξε το σώμα του […]
Ανάμεσα στην «9η Ιουλίου…» του Β. Μιχαηλίδη και στην αφήγηση του Φραγκούδη υπάρχουν βεβαίως εμφανείς πραγματολογικές αποκλίσεις: στην αφηγηματική εκδοχή του Φραγκούδη (αντίθετα με τον Μιχαηλίδη) πρώτα καρατομούνται οι Επίσκοποι και ακολούθως απαγχονίζεται ο Αρχιεπίσκοπος· όχι στη συκαμινέα (όπως συμβαίνει στην «9η Ιουλίου…» και όπως αναφέρεται στις περισσότερες πηγές) αλλά στον πλάτανο (το μοναδικό δένδρο που υπάρχει στο τοπίο). Απ’ εκεί και πέρα όμως, ακόμη περισσότερο εμφανείς είναι οι συγκλίσεις: στον Θέρσανδρο ο Αρχιεπίσκοπος ενώ οδηγείται στην αγχόνη εν μέσω των καγχασμών του «βαρβαρικού πλήθους», αντικρίζει τη σκηνή του αποκεφαλισμού των Επισκόπων, η οποία αποδίδεται με παραστατική ωμότητα: «…τα πτώματά των εκυλίοντο εις τα χώματα… το αίμα εμορμύριζε…». Με ανάλογο τρόπο αποδίδεται η σφαγή και από τον Μιχαηλίδη: «Το γαίμαν εκολύμπωσεν, χαμαί στηγ γην τζ’ εππέσαν / τζ’ ελαχταρούσαν τα κορμιά…». Τότε ο Αρχιεπίσκοπος, όταν είδε τα πτώματα των «συναδελφών» του, γράφει ο Φραγκούδης, έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό. Η διατύπωση εδώ δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τη σχέση ανάμεσα στα δύο κείμενα, καθώς ο Μιχαηλίδης μεταγράφει ουσιαστικά στην κυπριακή διάλεκτο, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, το κείμενο του Φραγκούδη. Γράφει ο Φραγκούδης: « έρριψε προς τους ουρανούς εν βλέμμα – και τα όμματά του εφάνησαν κολυμβώντα εις δάκρυα»· και ο Μιχαηλίδης: «[… ]εψήλωσεν το δειν του / στον ουρανόν τζ’ εφάνησαν τα μμάδκια του κλαμένα»