5 Δεκεμβρίου 1955
Μ’ αυτά τα λόγια, ο μαθητής Ευαγόρας Παλληκαρίδης, αποχαιρετούσε τους φίλους και συμμαθητές του καθώς είχε αποφασίσει να διαβεί το δρόμο της φωτιάς. Ήταν μόλις 17 χρόνων, όταν το νεαρό παλλικάρι από την Πάφο έβλεπε για τελευταία φορά το χώμα της γης που τόσο είχε αγαπήσει. Το χώμα το οποίο θα σκέπαζε από εκείνη την μέρα το κορμί του αλλά όχι την φλόγα της ψυχής του. Στις 25 Φεβρουαρίου 1957 κατηγορήθηκε για μεταφορά πυροβόλου όπλου (bren-gun), αψηφώντας τις επιπτώσεις παραδέχτηκε ενοχή και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Την καταδίκη ακολούθησαν πολλές διαμαρτυρίες τόσο από την Κύπρο όσο και από το εξωτερικό. Έγινε αίτηση χάριτος προς τη βασίλισσα των Αγγλων κατακτητών, αλλά στην «τρυφερή» καρδιά της 30χρονης μητέρας και βασίλισσας δε βρέθηκε εκείνο το ίχνος ανθρωπιάς που χρειαζόταν για να δώσει χάριν. Έτσι ο Ευαγόρας περήφανα και με όρθιο το κεφάλι οδηγήθηκε στην αγχόνη των Άγγλων κατακτητών. Απαγχονίστηκε στις 13 Μαρτίου του 1958 τα μεσάνυχτα, την μέρα που άνοιξε για αυτόν διάπλατα η πύλη των ηρώων, τοποθετώντας τον στο θρόνο, δίπλα από όλους όσοι έχουν θυσιαστεί “υπέρ πίστεως και πατρίδος”.
Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.