Ο Τάσος και Σολωμός αψηφώντας τον θάνατο, χωρίς να σκεφτούν την προσωπική τους ζωή, αγωνιώντας παρά μόνο για την πατρίδα, όρμιξαν στην ματωμένη “ρωγμή” του οδοφράγματος κατοχής σαν νέοι Μάτσηδες σαν νέοι Λεωνίδες γιατί μέσα τους δεν άντεχαν την αδικία και την καταπίεση. Η πορεία ξεκίνησε από το Βερολίνο και είχε προορισμό την Κερύνεια με μοτοσυκλετιστές από όλη την Ευρώπη. Σε κάθε σημείο της πορεία τους γινόταν διαφώτιση για την εισβολή και κατοχή της νήσου μας από τους Τούρκους. Μετά από ακύρωση της αντικατοχικής με πιέσεις από τον τότε πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη οι διαδηλωτές ήσαν εκτός ελέγχου και με δίψα για λευτεριά κατευθύνθηκαν μαζικά προς τα οδοφράγματα. Εκεί ο Τάσος Ισαάκ στην προσπάθεια του να βοηθήσει έναν άλλο συναγωνιστή του, τον οποίο κτυπούσαν οι Γκρίζοι Λύκοι, ψευδοαστυνομικοί και Τούρκοι της Κύπρου, δέχτηκε επίθεση και έπεσε στο χώμα.
Γύρω του μαζεύτηκαν και άλλοι Τούρκοι και άρχισαν να τον κτυπούν αλύπητα με πέτρες και ρόπαλα, ενώ μέλη της Ειρηνευτικής Δύναμης παρακολουθούσαν αμέτοχοι. Μετά από λίγο ο ήρωας Τάσος Ισαάκ άφηνε την τελευταία του πνοή λίγα μέτρα μακριά από την αγαπημένη του Αμμόχωστο. Μετά την κηδεία του Τάσου Ισαακ στις 14 Αυγούστου ο ξάδελφος του Σολωμός Σολωμού οργισμένος κατευθύνθηκε με άλλες ομάδες διαδηλωτών προς το οδόφραγμα για να αφήσουν εκεί λουλούδια στον τόπο θυσία του Τάσου. Ξαφνικά ξεπετάχτηκε από μπροστά από τους διαδηλωτές ο Σολωμός Σολωμού και ξεφεύγοντας από τα χέρια των κυονόκρανων, πέρασε στην «νεκρή ζώνη» κι ανέβηκε στον ιστό για να κατεβάσει τη σημαία της ντροπής, ενώ άλλοι διαδηλωτές προσπάθησαν να τον αποτρέψουν. Tούρκοι ελεύθεροι σκοπευτές τον πυροβόλησαν και ο Σολωμός Σολωμού έπεσε νεκρός από σφαίρα στο λαιμό.
14 χρόνια μετά παραμένουν άσβηστοι οι φλογεροί εκείνοι αγωνιστές στην καρδιά κάθε Έλληνα που πονάει για την πατρίδα του.