Από: Στρ. Νίκο, Προς: Άπαντες Κυπρίους

Με αφορμή τις άστοχες δηλώσεις Χριστόφια περί δύο εισβολών των “μητέρων πατρίδων”, παραθέτουμε μια επιστολή του Στρατιώτη Νίκου Έλληνα, ο οποίος υπηρέτησε στην Ελληνική Μεραρχία στο νησί μας. (Σημ. Διατηρείται η ορθογραφία):

Στρατιώτης Νίκος.

Έλληνες Κύπριοι αδέλφια,

Είμαι ένας Ελλαδίτης στρατιώτης που βρίσκομαι στην Κύπρο εδώ και δέκα τέσσερες μήνες. Και τώρα που φεύγω, θέλω να σας στείλω ένα γράμμα. Θέλω να σας μιλήσω. Θέλω να μάθετε όλοι με πόσο ραγισμένη και ματωμένη την καρδιά μου φεύγω.

Πρώτα όμως θα σας πω ποιος είμαι και πώς ήλθα εδώ. Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι μπορούσα μια και η υπηρεσία, αν και ήμουνα στρατιώτης το βαθμό, μου έδιδε το δικαίωμα της εκλογής.

Ονομάζομαι Νίκος Έλληνας (δεν είναι ψευδώνυμο) και κατάγομαι από τη Βόρειο Ήπειρο. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε πολεμώντας στον Γράμμο το 1949. Σε κάποιο χωριό, εκεί κοντά στην Κόνιτσα, έχω αφήσει τη μάνα μου καιτρεις μικρότερες αδελφές μ’ ένα μικρό χωραφάκι και λίγες προβατίνες για να ζήσουν.

Όταν ο Λοχαγός μου μου είπε ότι με διάλεξε για να έρθω στην Κύπρο η ψυχή μου φτερούγισε στα ουράνια. Εκείνο το Αχ που ‘νοιωθα στην ψυχή μου για την Ελλάδα μας, την Παγκόσμια και όχι μόνον το ελεύθερο Κράτος, έκανε το αίμα μου να φλογίζη το κορμί, τα μάτια μου να βορκώσουν και την λαχτάρα μου να θεριέψη σε μια ανυπέρβλητη δύναμη που γιγάντωνε τη θέλησή μου και την έκανε ατσάλινη και αλύγιστη. Αλλ’ η οικογένειά μου; Πώς θα έμενε μόνη; Ήμουν ο μοναδικός της προστάτης και να πάω τόσο μακρυά; Μ’ αυτές τις σκέψεις κοιμήθηκα το βράδυ. Ένα όνειρο όμως με ξύπνησε ταραγμένον. Είδα τον πατέρα μου που με μορφή βλοσυρή μου έλεγε: “Ο παππούς σου και η γιαγιά σου στην Κλεισούρα περιμένουν να πας να τους ξεπλακώσης. Γιατί αργείς;”. Δεν κοιμήθηκα μέχρι το πρωί.

Το απόγευμα της άλλης μέρας ζήτησα άδεια. Πέρασα από την αγορά. Πήρα κάτι για την μάνα μου και τις μεγαλύτερες αδελφές μου, δύο τετράδια και δύο μολύβια για την μικρή που πάει στο σχολείο και κατά το βράδυ ήμουν στο χωριό. Έλαμψαν τα πρόσωπα των τεσσάρων γυναικών μόλθς με είδαν και συναγωνίζοντο ποια να με περιποιηθή περισσότερο. Φαίνεται πως αυτή η σκηνή με επηρέασε. ΊΣως και να δάκρυσα. Δεν ξέρω. Πάντως η μάνα μου κάτι κατάλαβε και αφού έδιωξε με τρόπο τις αδελφές μου με ρώτησε, τι μου συμβαίνει. Της είπα για την τιμή που μου έκανε ο Λοχαγός μου. Με κοίταξε λίγο παράξενα, σκούπισε ένα δάκρυ και έμεινε αμίλητη να με κοιτάζη. Ύστερα με φωνή σιγανή αλλά σταθερή μου είπε: “Δεν με νοιάζει για μένα παιδί μου, αλλά για τις αδελφές σου. Πώς θα τις αφήσης;”. “Μάνα”, της απάντησα, “έχει κι εκεί κάτω Ελληνοπούλες απροστάτευτες και μάλιστα εκείνες έχουν τον Τούρκο πιο κοντά τους”. Κατόπιν της μίλησα και για το όνειρο. Τότε σπόγγισε άλλο ένα δάκρυ και μου είπε: Καλά παιδί μου, αφού το θέλεις, να πας. Αλλά πριν φύγης να ρωτήσεις και τον πατέρα σου”. Σηκώθηκα και πήρα τον δρόμο για το νεκροταφείο. Πήγα στον τάφο του πατέρα μου, του άναψα το καντήλι και γονάτισα. Ήλθε στη φαντασία μου η μορφή του, η μορφή του ονείρου, η μορφή του η πραγματική, σοβαρή αλλά και γελαστή, η μορφή που πριν χρόνια – μικρός τότε – τον έβλεπα να σελαγίζη στα βουνά και στα φαράγγια με το ντουφέκι στο χέρι. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Και τότε μέσα στο σύθαμπο της αστροφεγγιάς, μου φάνηκε πως στεκόταν μπροστά μου, σωστός γίγαντας με το ντουφέκι στο χέρι, λέγοντάς μου: “Σήκω επάνω. Οι άνδρες δεν κλαίνε. Πήγαινε ν’ αποχαιρετήσης τη μάνα σου και τις αδελφές σου και να πας εκεί που σε καλεί η φωνή της Πατρίδος. Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης, μας δίδαξαν οι πατεράδες μας και συ είσαι ακόμη εδώ;” Στη στιγμή σηκώθηκα όρθιος. Ένοιωθα φωτιά στα στήθη μου και φτερά στα πόδια. Έτρεξα σπίτι μου. Χαιρέτησα τους δικούς μου και αμέσως έφυγα για τη μονάδα μου. Την άλλη μέρα ξεκίνησα για την Κύπρο μας.

Να πώς ήλθα αδέλφια, εδώ. Ήλθα εδώ γιατί το θέλησα πρώτα μόνος μου, το ‘νοιωθα το καθήκον να έλθω. Ήλθα εδώ για τί με διέταξε ο λοχαγός μου, με διέταξε η πατρίδα. Ήλθα εδώ διότι το ενέκρινε η ψυχή του πατέρα μου και όλες οι ψυχές των ηρώων νεκρών της φυλής μας. Και ήλθα εδώ με την ευχή της μάνας μου για να νικήσω.

Μα αν δεν μου δόθηκε η ευκαιρία ν’ αποδείξω και με το όπλο μου πόσο πίστεψα στην αποστολή μου, πόσο σας αγαπώ, φταίω εγώ; Φταίει μήπως ο διοικητής μου που τον βλέπω χθες αμίλητο και γερασμένο κατά 10 τουλάχιστον χρόνια; Μέχρι χθες που τ’ αεροπλάνα των νεοσουλτάνων πέταγαν ξεδιάντροπα πάνω από τα κεφάλια μας, τα μάτια του πέταγαν σπίθες και τα λόγια του ράγιζαν πέτρες αλλά και φλόγιζαν καρδιές. “Εστ’ αν ο ήλιος την αυτήν οδόν ιη τήπερ και νυν έρχεται, μήκοτε ομολογήσειν ημέας βαρβάρω”… “Νυν υπέρ πάντων ο αγών”…”Επικρατέειν ή απόλλυσθαι”. Μ’ αυτά τα λόγια έκλεινε κάθε του ομιλία τον τελευταίο τούτο καιρό. Αλλά μήπως όταν πρωρτοήλθε;

“Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και Στρατιώται,

Παρουσιαζόμενος σήμερα ενώπιόν σας αισθάνομαι μίαν βαθύτατην συγκίνησιν διότι πατούμε μαζί τα χώματα τούτης της αιματοβαμμένης, αγίας Ελληνικής γης, της Κύπρου μας. Της Κύπρου μας, που μόλις τώρα αρχίζει να συνέρχεται από τον λήθαργο στον οποίον την είχαν βυθίσει τ’ απάνθρωπα, τα θανατηφόρα τραύματα του τυράννου.

Γεννήθηκε Ελληνοπούλα, πριν τόσες χιλιάδες χρόνια. Μεγάλωσε βυζαίνοντας το ζωηφόρο γάλα της αντρειωσύνης που στοργικά της έδινε η Μεγάλη Μάνα της Ελλάδα. Μετέπειτα σαν η μάνα αρρώστησε, έμεινε μόνη της, απροστάτευτη ανάμεσα στους βαρβάρους. Αγωνίστηκε, πάλαιψε μόνη κασι έρημη στο διάβα των αιώνων. Τραυματίστηκε θανάσιμα. Τ’ άρπαγα χέρια του τυράννου ρης ξέσκισαν τα στολίδια και το κορμί της και την έδεσαν με τις ασήκωτες αλυσίδες της σκλαβιάς. Μα αυτή, όμως, δεν λύγισε. Δεν ατίμασε το όνομά της ούτε την γενιά της. Έμεινε ψυχή υπερήφανης Ελληνοπούλας προσηλωμένης στα υψηλά και ακατάλυτα ιδανικά των πατέρων της.

Τώρα όμως άρχισε να συνέρχεται. Λίγος καιρός ακόμη θα χρειασθή για την πλήρη ανάρρωσή της. Και σ’ όλο αυτό το διάστημα εμείς πρέπει να της παρασταθούμε. Να γιατί ήρθαμε εδώ. Ήρθαμε εδώ για να βοηθήσωμε τη λατρευτή μας τούτη αδελφή, μέχρις ότου σηκωθή με το καλό και φορέση τα γαλανόλευκα γιορτινά της για να κάνει το πολυπόθητο ταξίδι του προσκυνήματος στη Μάνα.

Κάπου εκεί, κάτω από τη σκιά του ιερού βράχου της Ακροπόλεως, θα συναντηθούν Μάνα και Κόρη.

Μυριάδες μυριάδων μάτια θα κλαίνε από χαρά, σαν η λυγερόκορμη τούτη Αφροδίτη ασπασθή τα χέρια της Μάνας και ριχτή με λλυγμούς στην αγκαλιά της.

Δεν ξέρουμε αν ο κόσμος θα ακούση τον διάλογο Μάνας και Κόρης… μα νομίζω πως κάπως έτσι θα ‘ναι: “Κόρη μου αγαπημένη ήρθες επί τέλους! Είμαι γερή τώρα πια παιδί μου και δεν θα αφήσω να σε πάρουν από την αγκαλιά μου, ποτέ, ποτέ πια”. Και η Κόρη: “Ναι, Μάνα, θα μείνω για πάντα κοντά σου. Και θα σε βοηθήσω μάνα μου για να λευτερώσουμε από τις αλυσίδες του πόνου και την αδελφούλα μου του Βορρά την Ήπειρο”.

Τι υπέροχο όνειρο! Μήπως παιδιά μου ονειρεύομαι; Όχι. Αλλά βλέπω όραμα, που θα το κάνη πραγματικότητα η αναβαπτισμένη στο αίμα του Αυξεντίου δική σας θέληση και αγάπη προς την Πατρίδα, την αθάνατη Ελλάδα μας.”

Να τι μας έλεγε ένα χρόνο. Και εμείς περιμέναμε την στιγμή που θα τραβούσαμε μαζί του προς τη δόξα.

Αλλά τώρα; Εκείνος στέκεται σκυφτός και εμείς άφωνοι. Τώρα φεύγουμε αδέλφια. Και σας αφήνουμε μόνους. Δεν θέλαμε εμείς να φύγουμε. Θέλαμε να μείνουμε εδώ όπως ο Πούλιος και ο Καποτάς “τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”.

Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε αλλοιώς. Οι ισχυροί της γης που επί τόσα χρόνια σας αρνούνται το δικαίωμα να ζήσετε ελεύθεροι μας το επιβάΘεωρούν δίκαιο να ρυθμίζη τας τύχας μισού εκατομυρίου Ευρωπαίων ανθρώπων μια μειοψηφία 17% Ασιατών, καθ’ ην στιγμήν αποδίδουν ελευθερίαν και εις τους πλέον καθυστερημένους Αφρικανούς.

Μη φοβάστε όμως αδέλφια. Όποιος και να μας διώχνη απ’ εδώ, μόνο το κορμί μας μπορεί να διώξη. Γιατί η ψυχή μας, η καρδιά μας, η πνοή μας θα μείνουν εδώ κοντά σας. Θα μείνουν εδώ για να σας συντροφεύουν στις δοκιμασίες σας. Ευχόμεθα να μην μας ξαναχρειαστήτε. Ευχόμεθα σεις να έλθετε κοντά μας. Αλλά εάν μας ξαναχρειαστήτε θα ξαναέλθωμε, θα ξαναέλθωμε και δεν θα φύγουμε ποτέ πια.

Τούτες τις πικρές ώρες, που ένας κόμπος μας σφίγγει τον λαιμό και τα μάτια βουρκώνουν, θέλω να σας πω κάτι ακόμη. Θέλω να σας μιλήσω για τη ζωή μου εδώ. Δεν θέλω να σας στενοχωρήσω αλλά μια και αποφάσισα να εξομολογηθώ, πρέπει να είμαι ελικρινής.

Αδέλφια, ΔΕΝ πέρασα καλά. Όπου κι αν πήγα έξω από τη μονάδα μου, ενώ νόμιζα πως βρισκόμουν σ’ Ελλάδα, σ’ Ελληνικό περιβάλλον, εν τούτοι ένοιωθα πλήξη, ένοιωθα μοναξιά ανάμεσα στο πλήθος. Το ελιο χάθηκε από το πρόσωπό μου και η ψυχή μου είχε σκοτεινιά. Πολλές φορές διερωτήθηκα γιατί. Δοκίμασα να πλησιάσω ανθρώπους. Στην “καλημέρα” μου όμως δεν απάντησαν. Με κοίταξαν λοξά, σαν να ήμουν κανένα συχαμερό πράγμα και τράβηξαν τον δρόμο τους μουρμουρίζοντας κάτι που δεν καταλάβαινα. Κατάλαβα μόνο την τελευταία λέξη: “καλαμαράς”. Δεν ήξερα τη σημασία και την επομένη ρώτησα τον λοχαγό μου μπροστά στον λόχο. “Δεν είναι τίποτε”, μου απάντησε, “έχει την έννοι ατου γραμματισμένου ανθρώπου”. “Μα”, παρετήρησα εγώ, “μου την είπαν σαν βρισιά”. “Όχι, όχι” μου απήντησεν ο λοχαγός. “Μην δίδετε σημασία όταν την ακούτε. Να κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε”. Αργότερα έμαθα την σημασία της, δεν βαρυγκόμησα, δεν αγανάκτησα, αλλά στενοχωρήθηκα και πικράθηκα, πικράθηκα πάρα πολύ.

Μια Κυριακή πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία συντεταγμένοι. ΌΤαν φτάσαμε, κάμποσοι νεαροί που ήσαν απ’ έξω στα πεζοδρόμια, πέταξαν κάτι βρισιές που ντρέπομαι να τις γράψω. Έγινε προς στιγμήν κάποια αναταραχή. Αλλ’ οι αξιωματικοί παρήγγειλαν “μεταβολή” και μας γύρισαν στον Στρατώνα.

Αλλού πάλιν, πολλοί περνούσαν μπροστά στην πύλη του στρατοπέδου με αυτοκίνητο ή μοτόσακο και εξεστόμιζαν απρεπείς και προκλητικές φράσεις σαν αυτή: “Παλιοκαλαμαράδες που ήλθατε να χορτάσετε ψωμί” κ.α.

Αργότερα έμαθα ακόμη πως σε άλλες φρουρές πολλοί συνάδελφοί μου είχαν την ατυχία να ξυλοκοπηθούν από πολίτες και αστυνομικούς μαζί. Έτσι πολλοί συνάδελφοί μου τιμωρήθηκαν αυστηρά διότι δεν απέφυγαν τα επεισόδια.

Ευτυχώς, όμως, ότι μπήκε τέρμα σ’ αυτά, όχι διότι άλλαξε η νοοτροπία εκείνων που μας ύβριζαν, αλλά επειδή πληροφορήθηκαν ότι είχαμε Διαταγή να μην απαντούμε στις προκλήσεις αλλά, αν οποιοδήποτε χέρι ακομπούσε επάνω μας, έπρεπε να κοπή.

Όταν τα έμαθα πλέον όλα αυτά, ξαναπήγα στον λοχαγό μου. Του είπα την λύπη μου γι’ αυτά τον πόνο τον εθνικό, τις απορίες μου. Με καθησύχασε. “Δεν είναι τίποτα παιδί μου”. “Και αυτοί ακόμη που τα λένε δεν τα πιστεύουν κατά βάθος, αλλά την στιγμή εκείνη φαίνεται ότι είναι μεθυσμένοι από κάποιο ύπουλα ξενοδοσμένο αφιόνι. Μην στενοχωρήσαι. Εμείς το καθήκον μας. Την αποστολή μας. Η Κύπρος είναι και πρέπει να μείνη Ελληνική.” Ησύχασα, Οι τελευταίες ιδίως λέξεις του μου έδωσαν θάρρος να συνεχίσω την αποστολή μου. Και θα την έφερνα εις πέρας και με την ζωή μου ακόμη αν… Τώρα όμως που φεύγω και θα μείνετε μόνοι σας να προσέχετε. Προσέχετε διότι ο Ελληνισμός της Κύπρου διατελεί σε κίνδυνο. Έχω ξεκαθαρισμένες πια αντιλήψεις ότι ο Ελληνισμός εδώ έχει πολλούς εχθρούς, εχθρούς ύπουλους, καταχθόνιους. Πρώτοι βέβαια είναι οι Τούρκοι, αλλά και άλλοι δεν πάνε πίσω. Μην πλανιέσθε ότι άλλα σας αγαπούν πιο πολύ από εμάς. Κανείς δεν σας αγαπά, γιατί μόνο εμείς σας έχουμε αδέλφια, είσαστε άιμα μας. Αν σκέπτεσθε αλλοιώς, παίζετε το παιχνίδι του αχθρού εις βάρος σας.

Μην μαλώνετε μεταξύ σας, αδέλφια, να είστε αγαπημένοι. Σ’ όλες τις εκκλησίες, στο εικονοστάσι του σπιτιού σας να βάλετε την εικόνα της Ελλάδος και να την προσκυνάτε με ευλάβεια, όπως και εμείς σας υποσχόμεθα ότι θα βάλουμε την εικόνα της Κύπρου για τον ίδιο σκοπό.

Αδέλφια, έχετε γειά.

Πηγή: Γ. Μηνά, “Η Εθνική Αυτοματαίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο”, σσ. 324-328

Leave a comment